ακριτομυθία

ακριτομυθία
η (Μ ἀκριτομυθία) [ἀκριτόμυθος]
νεοελλ.
η μη φύλαξη απόρρητου εξαιτίας επιπολαιότητας ή ακρισίας
μσν.
φλυαρία, μωρολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακριτομυθία — η το να μιλά κανείς χωρίς να σκέφτεται, το να φανερώνει από απερισκεψία μυστικά: Αυτά γίνηκαν γνωστά από ακριτομυθίες της γυναίκας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκριτομυθίαν — ἀκριτομυθίᾱν , ἀκριτομυθία babbling fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριτόμυθος — ο (Α ἀκριτόμυθος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που τού έχουν εμπιστευθεί αρχ. 1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα 2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + μυθος… …   Dictionary of Greek

  • εχεμύθεια — η το να κρατά κανείς το μυστικό που του εμπιστεύθηκαν ή που από τη θέση του γνωρίζει: Ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει απόλυτη εχεμύθεια (αντίθ. ακριτομυθία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”